ἑτεροζύγῳ

ἑτεροζύγῳ
ἑτερόζυγος
unevenly yoked
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ετεροζυγώ — ἑτεροζυγῶ, έω (ΑΜ) [ετερόζυγος] μσν. διαφωνώ αρχ. 1. (για ζώα) α) είμαι ετερόζυγος, είμαι ζευγμένος με ζώο άλλου είδους β) σύρω με άνιση δύναμη 2. μτφ. συνοδοιπορώ με κάποιον που δεν μού ταιριάζει («μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῡντες ἀπίστοις» μη… …   Dictionary of Greek

  • ετεροζύγησις — ἑτεροζύγησις, ἡ (Μ) [ετεροζυγώ] η διαφωνία …   Dictionary of Greek

  • κατοχεύω — (Α) 1. βάζω τα ζώα να βατευθούν («τὰ κτήνη σου οὐ κατοχεύσεις ἑτεροζύγω», ΠΔ) 2. (κατά τον Ησύχ.) «κατοχεύει πηδᾷ, ἐπικάθηται» 3. (αρσ. μτχ. παθ. παρακμ.) κατωχευμένος (για φυτά) γονιμοποιημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀχεύω «βατεύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”